- μινυακός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μινύες: Μινυακοί αμφορείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μινυακός — ή, ό (Α μινυακός, ή, όν) [Μινύαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μινύες ή στον Μινύα («μινυακά αγγεία» κατηγορία αγγείων που χρονολογούνται στη μεσοελλαδική και πρώιμη μυκηναϊκή εποχή και τα οποία ονομάστηκαν έτσι επειδή βρέθηκαν για πρώτη… … Dictionary of Greek
μινύειος — μινύειος, εία, ον και μηνυήϊος, ΐα, ον, θηλ. και μινυηΐς, ΐδος (Α) [Μινύαι] μινυακός … Dictionary of Greek